- λήστευση
- [-ις (-εως)] η грабёж, ограбление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λήστευση — η 1. η βίαιη αρπαγή ξένης περιουσίας 2. μτφ. κλοπή με αισχροκέρδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
λῃστεύσῃ — λῃστεύω practise robbery aor subj mid 2nd sg λῃστεύω practise robbery aor subj act 3rd sg λῃστεύω practise robbery fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)